γράφει ο Θεόδωρος Πάγκαλος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν μέχρι τέλους μαρξιστής. Δεν ήταν οπαδός της δικτατορίας του προλεταριάτου ή της βίαιης επανάστασης. Ήταν όμως οπαδός της μαρξιστικής μεθόδου ανάλυσης της ιστορίας.
Όπως ήταν στα φοιτητικά του χρόνια όταν είχε συγκροτήσει, με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και άλλους, την συντακτική επιτροπή παράνομου τροτσκιστικού περιοδικού, που κυκλοφορούσε από τους φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Όπως ήταν όταν έγραφε στην Αμερική το θεμελιώδες βιβλίο για την ελληνική οικονομία, μαζί με τον καθηγητή του κ. Τριάντη. Εκεί έχει ο ίδιος αναλύσει τη μικροαστική δομή της ελληνικής κοινωνίας, τη σημασία της πλειοψηφίας των αγροτικών απασχολήσεων, τη σημασία της μικροϊδιοκτησίας στην ελληνική ύπαιθρο και τον «ριζοσπαστισμό των μικροαστών», όπως τον ονομάζει ο ίδιος, που εξηγεί την απόσταση ανάμεσα στη συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών σε διάφορες ακραίες πολιτικές εκδηλώσεις και την συντηρητική τους ψήφο.
Ο μεγάλος αυτός κοινωνικός μεταρρυθμιστής δεν επίστευε στη βία και στη δικτατορία μιας φωτισμένης ομάδας ηγετών. Δεν επίστευε ότι το επαναστατικό κόμμα είναι ιδιοκτησία της ηγεσίας του, ότι οι επαναστατημένες «μάζες» είναι ηγεσία του κόμματος. Δεν επίστευε ότι σε μια γενιά μπορεί να διαμορφωθεί ο νέος άνθρωπος που θα λειτουργούσε μόνο με πολιτικά συνθήματα και όχι χάριν στο ατομικό συμφέρον. Η ιστορία τον επαλήθευσε. Ο λενινισμός ήταν μια σειρά από μπαρούφες και κατέρρευσε κάτω από τα πλήγματα της νέας τεχνολογίας, ιδιαίτερα στον τομέα των επικοινωνιών.
Ο Παπανδρέου επίστευε ότι τα επαναστατικά δεδομένα θα γίνονταν πίστη και όραμα των μικροαστών χάρη στη μεταρρυθμιστική προοπτική της κάθε φάσης. Επίστευε ακράδαντα στην προπαγάνδα και στη χαρισματική του προσωπικότητα. Η άμεση επαφή με τους μικροαστούς αγρότες θα του έδινε τις πλειοψηφίες που χρειαζόταν για να παίρνει κάθε φορά δυσάρεστα για την κοινή γνώμη μεταρρυθμιστικά μέτρα. Η εκλογική του πλειοψηφία θα παρέμενε αλώβητη, γιατί θα είχε γενικότερες και πιο μακροχρόνιες προοπτικές, τις οποίες θα επικοινωνούσε στον ψηφοφόρο συναρπάζοντάς τον ο χαρισματικός ηγέτης, δηλαδή ο ίδιος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν αφιλοσόφητος. Ενώ εγνώριζε σε βάθος την οικονομία, την κοινωνία και την ιστορία της δύσης και ιδιαίτερα της Ελλάδας, που δεν είχε ποτέ πάψει να αποτελεί τον καημό του, όπως και η επάνοδός του στην πατρίδα για να επιτελέσει ένα σωστικό έργο βαθιών μεταρρυθμίσεων, που θα οδηγούσαν στο σοσιαλισμό νέου τύπου με την έγκριση και τη συνεργασία της πλειοψηφίας των πολιτών. Ο ίδιος ομολογούσε την πλήρη άγνοιά του σε ότι αφορούσε τις καλές τέχνες και ιδιαίτερα τη ζωγραφική, το θέατρο και τη μουσική, την πολύ κακή σχέση του με τη νομική και την παντελή απουσία, σε ό,τι τον αφορούσε, αγωνίας μεταφυσικής.
Ο Παπανδρέου πίστευε ότι ήταν αιώνιος. Γι’ αυτό και δεν είχε διάδοχο. Όλες οι φήμες για τον διάδοχό του, που είχε επιλεγεί από τον ίδιο, ήταν δημοσιογραφικές φλυαρίες χωρίς αντίκρισμα. Τον δεύτερο που αναδεικνυόταν από τις δημοκρατικές διαδικασίες, τα συνέδρια και τις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, που είχε δημιουργήσει, αμέσως άρχιζε να τον υπονομεύει και να υποσκάπτει την καλή του φήμη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γιώργου Γεννηματά, που τον μετακινούσε από υπουργείο σε υπουργείο, μόλις γίνονταν εμφανείς οι επιτυχείς παρεμβάσεις του και τα θετικά τους αποτελέσματα. Όποιος τον πλησίαζε σε απόσταση αναπνοής ξυπνούσε μέσα του το σύνδρομο του 1965, δηλαδή της κοινοβουλευτικής αποστασίας.
Γι’ αυτό και μέχρι το τέλος η «αυλή» υποστήριζε την υποψηφιότητα του παντελώς ακατάλληλου για περισσότερους από έναν λόγους, Άκη Τσοχατζόπουλου, ο οποίος ένα μόνο προσόν διέθετε, την απόλυτη και αυτόματη ταύτιση με τις απόψεις του ηγέτη. Συμπαθείς ήταν επίσης όσοι από την «αυλή» δημιουργούσαν ευχάριστη ατμόσφαιρα και δεν είχαν ποτέ άποψη δική τους: οι «ανεκδοτολόγοι». Από τα ανέκδοτα όφειλαν όμως να εξαιρέσουν όσα είχαν σχέση με την ηλικία και την αρρώστια. Του Παπανδρέου δεν του άρεσε να ακούει τέτοια ανέκδοτα και το χιούμορ του εξαντλείτο.
[Στο βιβλίο μου «Με τον Ανδρέα στην Ευρώπη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, αναφέρω πολλές συζητήσεις ανάλογες.
Είχα συνοδέψει τον Ανδρέα σε μια διμερή συνάντηση με την Κυβέρνηση της Δανίας. Στο Βασιλικό Παλάτι, απάνω από την κεντρική σκάλα, ήταν τοποθετημένος ένας μεγάλος πίνακας, που έδειχνε τον Γεώργιο Α’, Βασιλέα των Ελλήνων, να μπαίνει στη Θεσσαλονίκη έφιππος κρατώντας ένα γυμνό ξίφος στο χέρι του. Στα πόδια του αλόγου του, που πατούσε πάνω στις τούρκικες σημαίες, παρακαλούσαν για έλεος Τούρκοι στρατηγοί και στρατιώτες. Ο Ανδρέας με ρώτησε κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που μας είχαν παραθέσει οι Δανοί: «Είδες τον πίνακα πάνω από τη σκάλα; Τι είναι αυτό;». Του είπα ότι θα ρωτήσω χωρίς ιδιαίτερο κόπο τον φίλο μου Ούφε Έλεμαν Γένσεν, ο οποίος ήταν Υπουργός Εξωτερικών και πράγματι τον ρώτησα. Μου απάντησε ο Ούφε, γελώντας πονηρά: «Ξέρεις εμάς ο πατροπαράδοτος εχθρός είναι οι Σουηδοί. Οι μόνοι πρίγκηπές μας, που γνώρισαν τη νίκη, ήταν ο χριστιανός Βασιλέας της Ελλάδας. Γι’ αυτό και θέλουμε να θυμόμαστε την ημέρα της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης».
Σε ένα άλλο κτίριο, τρεις ώρες αργότερα, περιμέναμε να μας δεχθεί ο Πρωθυπουργός, σοσιαλδημοκράτης τότε, Κραγκ. Στους τέσσερις τοίχους του μικρού χολ, που είχαμε παρακληθεί να περιμένουμε, ήταν τοποθετημένοι αφηρημένοι πίνακες ζωγραφικής, ομολογουμένως πολύ κακού γούστου. Μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνω, χάζευα τους πίνακες όταν ένιωσα να με πλησιάζει ο Παπανδρέου.
«Κοίταξε Θόδωρε. Εγώ είμαι σκιτζής από ζωγραφική. Αυτά είναι ωραία;»
«Όχι, κύριε Πρόεδρε, είναι ιδιαιτέρως άσχημα», του απάντησα εγώ.
«Γιατί τότε τα έχουν βάλει στο γραφείο του Πρωθυπουργού;»
«Υποθέτω γιατί δεν έχουν άλλα, κύριε Πρόεδρε». «Μα με τόσα λεφτά δεν έχουν πολιτισμό;» μου είπε απορημένος.]
Το άρθρο δημοσιεύτηκε και στο «Βήμα»