γράφει ο Αθανάσιος Γκακίδης.
Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας σε ό,τι αφορά την οικονομία θα είναι, όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Ν.Δ. κ. Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξη που παραχώρησε στο παγκόσμιο τηλεοπτικό δίκτυο CNBC, μια ριζική και ολοκληρωμένη φορολογική μεταρρύθμιση. Και όταν λέμε ένα από τα πρώτα μέτρα, εννοούμε ότι η μείωση των φόρων και εισφορών θα αρχίσει από τον πρώτο κιόλας μήνα της διακυβέρνησής της. Είναι καιρός να στείλουμε ένα πολύ σαφές μήνυμα στους πολίτες, αλλά και στις διεθνείς αγορές ότι δεσμευόμαστε για ένα πρόγραμμα ριζικών μεταρρυθμίσεων, ότι θέλουμε να απελευθερώσουμε τις δυνάμεις της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και να στηρίξουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις ενισχύοντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή.
Θα σκεφτεί όμως κάποιος, δεν είναι θετικό το γεγονός ότι η Ελλάδα κατόρθωσε να υπερκαλύψει τους στόχους ως προς το πρωτογενές πλεόνασμα; Πράγματι η Ελλάδα υπερβαίνει τους δημοσιονομικούς της στόχους, όμως ο λόγος που έχει υπάρξει αυτή η υπέρβαση είναι ότι η κυβέρνηση επέβαλε υπερβολική λιτότητα. Υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη και δημιούργησε μεγαλύτερο πλεόνασμα ακόμη κι από αυτό που της ζητήθηκε, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει για προεκλογικές παροχές. Αυτή όμως είναι μια εντελώς λανθασμένη πολιτική. Πρέπει να επιμείνουμε στους στόχους μας, αλλά όταν προκύπτει δημοσιονομικός χώρος αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μειώνουμε τους φόρους. Άλλωστε η μείωση των φόρων θα αυξήσει και τη φορολογική συμμόρφωση σε μια οικονομία με πολύ μεγάλη φοροδιαφυγή. Ο κ. Τσίπρας έχει συμφωνήσει σε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του Α.Ε.Π. μέχρι το 2022. Πρόκειται για στόχο υπερβολικά αυστηρό. Είναι υποχρέωσή μας να σεβαστούμε τις συμφωνίες που έχει κάνει η παρούσα κυβέρνηση. Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης έχει καταστήσει σαφές ότι εφόσον ολοκληρώσουμε το πρώτο κύμα μεταρρυθμίσεων, θα διεκδικήσουμε τη μείωση των στόχων για πρωτογενή πλεονάσματα. Και αυτό πρέπει να γίνει ήδη από το 2021 και το 2022. Δυστυχώς η κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2020 είναι πολύ κοντά για να αρχίσει να ισχύει κάποια αλλαγή νωρίτερα. Αυτό επομένως που θα ζητήσουμε από τους εταίρους και τους το λέμε από τώρα είναι πολύ συγκεκριμένο: δώστε μας 12 μήνες να αποδείξουμε ότι πραγματικά εννοούμε όσα λέμε. Ότι η Ελλάδα μπορεί στ’ αλήθεια να αλλάξει και να αποκτήσει η ίδια την ιδιοκτησία του μεταρρυθμιστικού της προγράμματος, ώστε οι μεταρρυθμίσεις που κάνουμε να μην γίνονται, επειδή κάποιος μας τις επιβάλλει, αλλά επειδή πιστεύουμε στις μεταρρυθμίσεις που εμείς οι ίδιοι έχουμε προτείνει. Μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη θ δημιουργήσουν σταδιακά χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, αλλά και θα διατηρούν παράλληλα το κοινωνικό τους χαρακτήρα.
Σκοπεύουμε να προσεγγίσουμε αυτές τις συζητήσεις με καλή πίστη και πάντοτε με πνεύμα συνεργασίας. Εδώ δεν πρόκειται για αντιπαράθεση. Και τελικά, αν έχουμε ένα πρωτογενές πλεόνασμα το 2021 για παράδειγμα στο 2,5%, αυτό δεν θα διαφοροποιήσει σημαντικά την ευρύτερη βιωσιμότητα του χρέους μας. Αλλά ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο θα ήταν μια ανταμοιβή για μια χώρα που υλοποιεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Και αυτό που αμέσως μετά σκοπεύουμε να κάνουμε είναι το 80% του δημοσιονομικού χώρου που θα κερδίσουμε να αξιοποιηθεί και πάλι για μειώσεις φόρων. Διότι μόνον έτσι μπορεί να πάρει επιτέλους η οικονομία μπροστά κι ας μην το καταλαβαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ που έχει διαλύσει της μεσαία τάξη από την υπερφορολόγηση για να μοιράζει στο τέλος κάποια επιδόματα παρηγοριάς.
Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές, εκτιμώ πως η συμπεριφορά των επενδυτών, οι αγορές, θα αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψιν τους και την επικείμενη πολιτική αλλαγή. Έτσι είναι πολύ πιθανό ότι τα πράγματα θα αρχίσουν να βελτιώνονται ήδη από τώρα ενόψει των εκλογών. Και αυτό θα είναι πολύ καλό για την Ελλάδα. Εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε ποτέ αυτό που έκανε ο κ. Τσίπρας το 2014 όταν καλούσε τους επενδυτές να μην επενδύσουν στην Ελλάδα (ανακοινώνοντάς τους ότι θα χάσουν τα λεφτά τους!). Εμείς ξεκάθαρα λέμε πως αν οι αγορές αντιδράσουν θετικά στο επόμενο διάστημα, ακόμα και πριν τις εκλογές, αυτό θα ήταν μια πολύ ευπρόσδεκτη εξέλιξη.
Σε μια εποχή που η Ευρώπη απειλείται από λαϊκιστές και πολλές χώρες αντιμετωπίζουν το φάσμα της πολιτικής αστάθειας, η Ελλάδα έχει το προνόμιο να περιμένει να έρθει μια κεντροδεξιά, μετριοπαθής, μεταρρυθμιστική κυβέρνηση με ισχυρή πολιτική εντολή. Οι αγορές σιγά σιγά προεξοφλούν ότι ο κίνδυνος πολιτικής αβεβαιότητας θα έχει βγει πια από την εξίσωση και αυτό δεν θα αργήσει ούτως ή άλλως να φανεί. Γιατί όλοι και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό έχουν προεξοφλήσει πια το τέλος αυτή της κυβέρνησης που οδήγησε την Ελλάδα στην παρακμή και το τέλμα.