Guest

Λυσίμαχος

geros-1

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη.

Δεν ήξερε τι έφταιγε, όμως η επικοινωνία που επεδίωκε με την καλή του, ξέμεινε σαν επιταγή δίχως αντίκρυσμα. Οι κλήσεις του στο κινητό έμεναν αναπάντητες, όπως και τα μηνύματα. Ό,τι κι αν επιχειρούσε, ήταν ως μια άσκηση αόρατης συνωμοσιολογίας να κατέτρωγε τις καλές του πιθανότητες και να άφηνε στη θέση τους τις δυσμενείς. Ίσως πάλι να ήταν και θέμα αυθυποβολής. Πάντως όπως και να είχε, η συμπεριφορά της, του φαινόταν ανεξήγητη. Θα πήγαινε στον παππού σήμερα, να τον δει και να ακούσει τις συμβουλές του.

Αυτός ήταν ο Λύσος, κατά κόσμον Λυσίμαχος, όνομα δανεισμένο ανεπιστρεπτί από τον παππού. Δεν ήταν η μόνη παραχώρηση που είχαν κάνει οι γονείς του Λύσου στον …απαιτητικό παππού. Το γεγονός ότι τους είχε ζητήσει να μένουν σε σπίτι, σε κοντινή απόσταση από το δικό του, ήταν μία απ’ αυτές. Ο λόγος –στέρεα διατυπωμένος- ήταν για να μπορούν να τον εξυπηρετούν, όταν θα τους το ζητούσε. Μάλιστα αυτό δεν ήταν καθόλου σπάνιο και ιδιαίτερα μετά τον θάνατο της γιαγιάς, είχε ενταθεί σε βαθμό ανεξέλεγκτο. Είχε όμως και την τύχη με το μέρος του, αφού  η νύφη του ήταν άνθρωπος δοτικός και καλόβολος, σε βαθμό … παρεξηγήσεως.

Οι φίλοι του στο καφενείο είχαν να το λένε. Έκαναν και τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με τις δικές τους νυφάδες και ταραχεύονταν από την απόσταση, που χώριζε τις συμπεριφορές τους από εκείνη, της …ξεχωριστής. Ο γερο Λυσίμαχος ωστόσο, δεν φάνηκε να το έχει εκτιμήσει δεόντως και μάλιστα, όσο πλησίαζε προς το …νήμα,  τόσο πιο παράξενος γινόταν. Ο γιος του είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του και για να αντισταθμίζει την υπερβάλλουσα προσφορά της γυναίκας του προς τον πατέρα του, είχε ελαττώσει τις δικές του επιθυμίες στα απολύτως απαραίτητα. Άλλωστε ο ίδιος δεν ήξερε από νοικοκυροσύνη, για να σηκώσει στους ώμους του το βάρος τής φροντίδας του πατέρα του και ούτε του …περίσσευαν κιόλας, για να προσλάβει οικιακή βοηθό. Οπότε το άγχος του ήταν αυτό που περίσσευε μην και η γυναίκα του κάποια στιγμή τα …βροντήξει και ξεκόψει από το σπίτι του παππού. Υπήρχε βλέπεις και ο «μικρός» Λυσίμαχος, που ήταν στην εφηβεία του, με αποτέλεσμα να συνάδει ευθέως ανάλογα με τον παππού του σε ιδιοτροπία. Ο μικρός φέτος έμπαινε στο Λύκειο και οι επόμενες χρονιές προμηνύονταν απαιτητικές λόγω των σε βάθος χρόνου «πανελλαδικών».

Ο παππούς σήμερα δεν είχε κέφι. Ούτε για το καφενείο. Ξύπνησε ιδρωμένος από ένα όνειρο που η … γριά του, τον καλωσόριζε στον χώρο της, -δε μπορούσε να προσδιορίσει που ακριβώς ήταν-, αλλά το μήνυμα της ήταν σαφές.

«Ετοίμαζε τα μπογαλάκια σου, γιατί κάπου σε είδα στον πίνακα των προσεχών αφίξεων».

Όταν άνοιξε τα μάτια του, το στόμα του είχε μια γεύση πικρή. Δεν είχε κουράγιο ούτε να καταπιεί το σάλιο του από την τρομάρα του. Όχι, καθόλου δεν ήταν έτοιμος, για πουθενά. Έκανε μάλιστα και τη σκέψη να μην απομακρυνθεί από το σπίτι σήμερα, μην και εκληφθεί σαν … ταξίδι.

Έτσι παρέμενε ξαπλωμένος ανάσκελα και χάζευε το ταβάνι, που τον προστάτευε από τον …ουρανό. Άλλωστε αξημέρωτα ήταν ακόμα. Δεν είχε κατασταλάξει κι αυτή η αδιόρατη ταραχή του από το δυσάρεστο μήνυμα του ονείρου. Θα προσπαθούσε να το ξεχάσει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Κατ’ αρχάς σκέφτηκε ότι έπρεπε να αποφύγει τις ενδεχόμενες αφηγηματικές επαναλήψεις του, σε όσους πιθανόν τον ρωτούσαν, γιατί με τα χάλια που είχε, ήταν σίγουρο, ότι θα τον ρωτούσαν.

Ο Λυσίμαχος είχε χάσει αρκετά χρόνια πριν τη γυναίκα του. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι. Εντούτοις δεν την έβλεπε συχνά στον ύπνο του. Όμως σήμερα την είδε στο όνειρο του και επιπλέον, του φάνηκε και κάπως … ενοχλημένη. Άρχισε να συλλογίζεται για ποιον λόγο θα μπορούσε να του κρατά … μεταθανάτια μούτρα. Ίσως επειδή είχε γίνει περισσότερο φορτικός στους ανθρώπους που τον αγαπούσαν;  Ίσως.  Όμως κι εκείνος ένιωθε ότι εδικαιούτο κάποιων απολαβών από τη ζωή, που η νιότη του δεν πρόλαβε να του δώσει. Ήταν οι εποχές δύσκολες τότε και οι σπόροι φύτρωναν μονάχα σε χωράφια υποχρεώσεων. Ε, τώρα δεν του έπρεπε να δρέψει τους καρπούς της ζωής που πότιζε;  Έπρεπε. Όμως από την άλλη μήπως αυτή η απαίτηση του «τιμωρούσε» κάποιους άλλους; Ήταν δίκαιο αυτό;

Η γυναίκα του μάλλον δεν θα ήταν σύμφωνη.

Ένιωσε ένα σφίξιμο. «Αχ, βρε Αμαλία… του ξέφυγε σαν αναστεναγμός και σαν να χαλάρωσε κάπως ο κόμπος,  … έφυγες και συ πριν προλάβεις λίγο να ξεκουραστείς. Με φούρια έφυγες…».

Τον άφησε πίσω. Να αναλάβει εκείνος. Λες να είχε δίκιο που είχε μούτρα;

«Μήπως είμαι ένας παλιόγερος;»… αναρωτήθηκε. «Τα παιδιά δε μου λένε τίποτα. Όμως, καλά να ‘ναι, ίσως δε θέλουν να με στενοχωρούν… είναι καλά παιδιά. Το έχω καταλάβει από τα βλέμματα των άλλων …παλιόγερων στο καφενείο. Από τη ζήλια, που με κοιτούν».  Τα μάτια του στη σκέψη των παιδιών του υγράνθηκαν.

Φουρκισμένος και με αυτό το συνονθύλευμα σκέψεων και συναισθημάτων στο κεφάλι του, αποφάσισε κάποια στιγμή να αποχωριστεί το κρεβάτι του.

«Θα κάνω ένα μπάνιο, μουρμούρισε … να ξεβγάλω τις σκέψεις από το δέρμα μου. Το νερό λένε εξαγνίζει».

Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε στο λουτρό. Είχε πάντα ζεστό νερό να τον περιμένει. Του άρεσε να είναι καθαρός και περιποιημένος. Το δεύτερο βέβαια το είχε επιφορτισθεί η νύφη του.

Σήμερα οι κινήσεις του ήταν λιγάκι πιο αργές. Σαν να απολάμβανε το «καθαρτήριο» ντους. Μετά από τον μικρό …καθαρμό, φόρεσε το μπουρνούζι που ήταν κρεμασμένο δίπλα από την πετσέτα του και έτσι ξαλαφρωμένος, πήρε τα βήματά του για το σαλόνι. Κάθισε στην πολυθρόνα του. Αυτήν την ώρα η νύφη του, θα ετοίμαζε φαγητό στο σπίτι της, οπότε δεν την είχε έγνοια, πως θα ερχόταν να του χαλάσει την ησυχία. Οι μόνοι που ίσως τον αναζητούσαν θα ήταν οι άλλοι καφενόβιοι, που κάθε πρωί μοιραζόταν τον καφέ μαζί τους, αλλά κι εκείνοι θα έκαναν υπομονή.

Άπλωσε τα πόδια του στο τραπεζάκι του σαλονιού που ήταν μπροστά του και έψαξε με το μάτι του το πακέτο με τα τσιγάρα. Διαφορετικά απ΄ό,τι συνήθως. Δεν ήταν φανατικός καπνιστής, αλλά πάντα είχε στην «άκρη» κάποιο υποκατάστατο της μοναξιάς του, έτοιμο να μοιραστεί τις σκέψεις του μαζί του. Συνήθως εκείνη την ώρα, λίγο δηλαδή πριν να αφήσει το σπίτι, έβλεπε τα πρώτα νέα στην τηλεόραση. Σήμερα δεν είχε διάθεση για κάτι τέτοιο. Όταν κάποια στιγμή εντόπισε το πακέτο  με τα τσιγάρα, σηκώθηκε με πρόθεση. Ήταν κλειστό. Το πήρε στα χέρια του και με λαχτάρα να το συλήσει, το άνοιξε. Άναψε το τσιγάρο. Η πρώτη ρουφηξιά του φάνηκε περίεργα ελκυστική. Του θύμισε, ποιος ξέρει πως, την πρώτη του ρουφηξιά, μαθητής ακόμα, που τον είχε πνίξει από έξαψη και ενοχή. Λες να είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει … μωραίνεται;

Ο Λυσίμαχος με λιγοστά μαλλιά και λειψά δόντια φάνταζε μόνον ως προς τούτο «κακέκτυπο μωρού». Ύστερα είχε και το πρόσθετο επιχείρημα της …ταλαιπωρίας στην όψιμη «μάνα» του, που τύχαινε να είναι και γυναίκα του γιου του.

Το πρώτο τσιγάρο τέλειωσε, έτσι σαν μια αναλαμπή. Είχε έρθει η ώρα και για ένα δεύτερο. Αν έτσι εύκολα είχε φτάσει στην ηλικία του βρέφους, ίσως με το δεύτερο να έφθανε ακόμα πιο πίσω. Στο πριν, της «σύλληψης». Τι αλλοπρόσαλη ιδέα.

Όμως για τούτο είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, για να φαντάζεται ό,τι έκοψε από το μοντάζ της ζωής του. Οι  καπνοί του δεύτερου τσιγάρου, άρχισαν να κάνουν κατάληψη στον χώρο. Και τι πείραζε; Ό,τι ήταν να πάθει το είχε ήδη πάθει.

Ας βρωμούσε λιγάκι κι η αναπνοή του, το κορίτσι του δεν ήταν δα κι έξω από την πόρτα.  Το σκέφτηκε και ένα ανοιχτό χαμόγελο σχηματίστηκε στο στόμα του. Καθόλου μελαγχολικό. Έπειτα σκέφτηκε ότι με τόσα δόντια που του έλειπαν, δεν θα αργούσε και στο βούρτσισμα τους και έβαλε τα γέλια.

«Αυτό λέγεται οικονομία χρόνου», είπε ξεφυσώντας την τελευταία ρουφηξιά του δεύτερου τσιγάρου του.

Το μικροκλίμα του σαλονιού είχε αρχίσει σιγά σιγά να αποκτά χαρακτήρα… νυκτερινού μπαρ, όταν του ήρθε η έμπνευση να συνοδέψει το τρίτο τσιγάρο του με κάποιο αλκοολούχο. Είχε ετοιμοπόλεμο ένα σχεδόν γεμάτο μπουκάλι με ουίσκι, ανέγγιχτο εδώ και τρεις μήνες. Πήρε ένα ποτήρι από το μπουφέ και εγκαινίασε τη μέρα με τρόπο που ποτέ δεν είχε ξανακάνει. Το επόμενο κέρασμα, που επεφύλασσε στον εαυτό του, δεν άργησε να μετατραπεί σε μια διάθεση ευωχίας, που δεν είχε την παραμικρή σχέση με το πρωινό του ξύπνημα.

Ο Λυσίμαχος είχε αρχίσει να ολισθαίνει προς τον νεαρό, που είχε προ πολλού ξεχάσει. Άρχισε να γιγαντώνεται σιγά σιγά και η …ευθυμία του και ζαλισμένη του λόγου της περισσότερο κι από τον ίδιο, άρχισε να γεμίζει με το δέμας της το μέχρι πρότινος μουντό δωμάτιο. Η επόμενη στιγμή του είχε ήχο. Ήταν το τραγούδι που έλεγε στην καλή του, όταν κάποτε είχαν μεθύσει, πριν παντρευτούν.

Ή μήπως δεν το έλεγε σε κείνη; Τι σημασία είχε πια. Θα το έλεγε στην άγνωστη γυναίκα που το μυαλό του έβαλε να του κάνει παρέα. Σαν να ήταν μία, όλες οι γυναίκες μαζί. Τραγουδούσε σιγανά στην αρχή και μετά όλο και δυνάμωνε και δυνάμωνε τη φωνή, ως να ήθελε να κυριαρχήσει απόλυτα στον χώρο.

Να μην αφήσει σπιθαμή για καμιά σκέψη κακή. Το παράδοξο γλεντοκόπι έτσι προχωρούσε και ο νους κατέβαζε τραγούδια ποτισμένα με ουίσκι και τραγουδισμένα, έτσι όπως τού έκανε κέφι. Με στίχους δικούς του στη θέση όσων δε θυμόταν. Τα τσιγάρα ευτυχώς ήταν αρκετά ακόμη, ωστόσο το μπουκάλι φάνηκε να μην έχει άλλες αντοχές για να στηρίξει το πάρτυ. Η ώρα είχε πάει εννιά το πρωί, αλλά στο μυαλό του Λυσίμαχου όλα ήταν προχωρημένα σε θολό …παράδεισο.

Είχε έρθει η ώρα του ραδιοφώνου. Μουσική, ό,τι να’ναι, αλλά με την ένταση στο τέρμα. Σηκώθηκε παραπατώντας και στο επόμενο τραγούδι υποσχέθηκε στα ερτζιανά, ότι θα χόρευε. Έβαλαν τη «Ρόζα».  Του άρεσε, αλλά και χωρίς τη Ρόζα, πάλι θα χόρευε. Πέταξε το μπουρνούζι από πάνω του και γυμνός άρχισε να στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του.

Στη δεύτερη γυροβολιά μεθυσμένος καθώς ήταν, κουτρουβαλιάστηκε στο πάτωμα.

Την επόμενη στιγμή δεν υπάρχει κάτι που να θυμόταν. Άνοιξε τα μάτια του στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου με τη νύφη και το γιο του να τον παραστέκουν.

Όταν τους είδε δε ρώτησε τίποτα. Είχε ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο του και μιαν εξ’ ίσου αδιόρατη ματιά, που έψαχνε τον μικρό Λυσίμαχο. Μετά από ένα λεπτό άγονης έρευνας…

«Πού είναι το παιδί;», ρώτησε με όση φωνή μπορούσε.

«Πατέρα είσαι καλά;» Ρώτησαν ανακουφισμένα με τη σειρά τους τα παιδιά του με ένα στόμα.

«Πού είναι ο μικρός», επέμεινε ο Λυσίμαχος. Δεν περίμενε να του απαντήσουν.

«Να του πείτε, ότι τον περίμενα. Να του πείτε… συνέχισε, ότι η ζωή είναι ωραία και τα κορίτσια πολλά. Αυτό να τού πείτε».

Στα τελευταία λόγια του τα αραιά του δόντια συγκράτησαν μετά βίας έναν νεανικό ενθουσιασμό που κρατούσε χρόνια πολλά φυλακισμένο. Την επόμενη στιγμή όμως, καθώς είδε τον εγγονό του να πλησιάζει και να στέκεται από πάνω του, χαλάρωσε και ένα πλατύ χαμόγελο του, τον έβαλε στο κάδρο του. Ευτυχισμένο χαμόγελο.

Ως να είχε κάνει ό,τι δυνητικά θα μπορούσε και δεν πρόλαβε.

 

 

Προηγουμενο ΑρθροΕπομενο Αρθρο

Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960.

Απόφοιτος της Μαθηματικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων

Μαθήτευσε στη Φιλοσοφική Αθηνών στο τμήμα «Ιστορία Τέχνης»

Πρόσφατα εξέδωσε

Τη συλλογή διηγημάτων «Με τα μικρά τους ονόματα» εκδ. Γαβριηλίδης

Τις ποιητικές συλλογές «Τα χαϊκού της Παρασκευής», «Οδοιπόρες λέξεις», «190+1 χάικου», και «Ασύμμετρες Αναπνοές» εκδ. Γαβριηλίδης και «Θεάσεις», εκδ. Βακχικόν

και το θεατρικό έργο «Η Παράσταση»   εκδ. Δωδώνη

τα οποία μπορείτε να βρείτε εύκολα στα περισσότερα βιβλιοπωλεία, αλλά και μαζί με τον ίδιο στο Σύνταγμα, Βουλής 14

Λυσίμαχος

ένα διήγημα του Μάνου Μαυρομουστακάκη. Δεν ήξερε τι έφταιγε, όμως η επικοινωνία που επεδίωκε με την καλή του, ξέμεινε σαν

Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε την ιστοσελίδα, συμφωνείτε με τη χρήση των cookies. Περισσότερες πληροφορίες.

Οι ρυθμίσεις των cookies σε αυτή την ιστοσελίδα έχουν οριστεί σε "αποδοχή cookies" για να σας δώσουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία περιήγησης. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτή την ιστοσελίδα χωρίς να αλλάξετε τις ρυθμίσεις των cookies σας ή κάνετε κλικ στο κουμπί "Κλείσιμο" παρακάτω τότε συναινείτε σε αυτό.

Κλείσιμο