γράφει ο Γιώργος Λιμαντζάκης.
Η ιδέα της ανταλλαγής πληθυσμών ως μέτρο για την πρόληψη περαιτέρω συγκρούσεων διατυπώθηκε πρώτη φορά σε διμερές πρωτόκολλο που επισυνάφθηκε στη Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Βουλγαρίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1913. Παρότι η σχετική πρόνοια αποτελούσε αναγνώριση ενός ήδη τετελεσμένου γεγονότος (fait accompli) και ο χαρακτήρας της ανταλλαγής ήταν εκούσιος, το κείμενο αυτό ήταν η πρώτη διακρατική συμφωνία που προέβλεπε ανταλλαγή πληθυσμών. Την πρωτοβουλία φαίνεται να είχε η οθωμανική κυβέρνηση, η οποία ανυπομονούσε να απαλλαγεί από τη βουλγαρική μειονότητα στην ανατολική Θράκη, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι οι περισσότερες βουλγαρικές περιουσίες στην περιοχή είχαν ήδη καταπατηθεί από μουσουλμάνους πρόσφυγες από τη δυτική Θράκη.[1] Η επιτυχία αυτής της ανταλλαγής οδήγησε τους Νεότουρκους στην απόπειρα να λύσουν με αντίστοιχο τρόπο το πολύ πιο σημαντικό πρόβλημα της μεγάλης ελληνικής μειονότητας, επιχειρώντας δηλαδή να επικυρώσουν νομικά τις πολιτικές διώξεις που οι ίδιοι είχαν μόλις ξεκινήσει.
Στο πλαίσιο αυτό, λίγο πριν την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Νεότουρκοι πρότειναν στην ελληνική κυβέρνηση μια ανταλλαγή πληθυσμών με πρότυπο την συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει με τη Βουλγαρία. Η πρόταση διατυπώθηκε επίσημα για πρώτη φορά από τον Γκαλίπ Κεμαλή (Galip Kemali, μετέπειτα Söylemezoğlu), ο οποίος εξέφρασε στο Βενιζέλο, «ως προσωπική του άποψη», την ιδέα να ανταλλάξουν τους Έλληνες της Θράκης και τον αγροτικό πληθυσμό της περιοχής της Σμύρνης με τους μουσουλμάνους της ελληνικής Μακεδονίας. Ο Κεμαλή παρουσίασε την πρόταση με την επίσημη ιδιότητά του, σε μια διακοίνωση προς την ελληνική κυβέρνηση στις 18 Μαΐου 1914. Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Βενιζέλος απάντησε πως η κυβέρνησή του θα δεχόταν τις προτάσεις για μια ανταλλαγή πληθυσμών, υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιζόταν ο ελεύθερος και αυθόρμητος χαρακτήρας της, και ότι θα γινόταν κατάλληλη εκτίμηση και ρευστοποίηση των ιδιοκτησιών των ανταλλαχθέντων.[2] Μάλιστα τον Ιούνιο του 1914 συστάθηκε στη Σμύρνη μια μεικτή επιτροπή για την περιορισμένη ανταλλαγή πληθυσμών, αλλά η είσοδος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο (1 Νοεμβρίου 1914) στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων ανάγκασε την επιτροπή αρχικά να αναβάλει, και τελικά να διακόψει τις εργασίες της.
Με το τέλος του πολέμου, η ιδέα επανήλθε στο προσκήνιο, αν και με εντελώς διαφορετικούς όρους. Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης, που ξεκίνησε τις εργασίες της το Νοέμβριο του 1922, ο Ισμέτ Ινονού (İsmet İnönü) κατέστησε σαφές ότι δεν θα ανεχόταν καμία αμφισβήτηση της εθνικής κυριαρχίας της Τουρκίας και καμία ανάμιξη των ξένων στα εσωτερικά της χώρας του, με οποιαδήποτε μειονοτική αφορμή. Όπως τόνισε και στον Βενιζέλο ο ειδικός απεσταλμένος της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), Φρίτγιοφ Νάνσεν (Fridtjof Nansen), ήταν σαφές ότι η Τουρκία δεν θα επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους.[3] Επιχειρώντας να βρει κοινό έδαφος, ο Βενιζέλος συμφώνησε εύκολα στην ιδέα της ανταλλαγής, αλλά πρότεινε αυτή να είναι εκούσια και όχι υποχρεωτική, όπως επέμενε η τουρκική πλευρά. Ο εκπρόσωπος της τουρκικής κυβέρνησης, Χαμίντ Μπέη (Hamit Bey), υποστήριξε ωστόσο ότι η ανταλλαγή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο σε υποχρεωτική βάση, καθώς η παρουσία μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με ισχυρή εθνική συνείδηση στη Μικρά Ασία δεν μπορούσε πια να γίνει ανεκτή.[4] Με δεδομένο ότι οι Δυνάμεις αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την επιστροφή των Ελλήνων προσφύγων και ότι η ελληνική πλευρά δεν μπορούσε να εξαναγκάσει την Τουρκία να δεχθεί εκούσια ανταλλαγή, ο Βενιζέλος τελικά υποχώρησε και δέχτηκε τον υποχρεωτικό της χαρακτήρα.[5]
Κατά το επόμενο διάστημα οι διαβουλεύσεις προχώρησαν γρήγορα στη βάση αυτή, λόγω της ανάγκης άμεσης αποκατάστασης των προσφύγων. Ως αποτέλεσμα, η Σύμβαση Ανταλλαγής Πληθυσμών υπογράφτηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923, έξι μήνες πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης. Το κείμενο αυτό προέβλεπε την «υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών». Με βάση τη διατύπωση αυτή του Άρθρου 1, γίνεται σαφές ότι το θρήσκευμα αναγνωριζόταν ως καθοριστικής σημασίας στοιχείο στη συγκρότηση εθνικής ταυτότητας, εξ ου και προκρίθηκε ως κριτήριο διάκρισης των πληθυσμών. Παρότι πολλοί συμφώνησαν ότι το θρήσκευμα είχε άμεση σχέση με την εθνική ταυτότητα των ανταλλαχθέντων, άλλοι υποστήριξαν ότι η άκριτη και απόλυτη υιοθέτησή του ήταν λάθος, καθώς ανάγκαζε πληθυσμούς φυλετικά και γλωσσικά ελληνικούς -όπως οι Τουρκοκρήτες ή οι Βαλαάδες της Μακεδονίας- να εκπατριστούν και να εγκατασταθούν στην Τουρκία, με την οποία δεν είχαν κανένα δεσμό. Υπό την έννοια αυτή, ένας δυτικός παρατηρητής υποστήριξε ότι η ανταλλαγή δεν αποτελούσε «επαναπατρισμό», αλλά δύο παράλληλους εκτοπισμούς, χριστιανών Τούρκων στην Ελλάδα και μουσουλμάνων Ελλήνων στην Τουρκία.[6] Παρότι ο ισχυρισμός αυτός σίγουρα επιδέχεται περαιτέρω συζήτησης, φαίνεται να ευσταθεί η θέση ότι οι πληθυσμοί αυτοί ήταν περισσότερο ξένοι στη νέα τους πατρίδα απ’ ότι στην παλιά.
Κατά τις διαβουλεύσεις, η ελληνική πλευρά δήλωσε πρόθυμη να διατηρήσει μια μουσουλμανική μειονότητα, αν η Τουρκία επέτρεπε σε σημαντικό μέρος των ελληνορθόδοξων χριστιανών να παραμείνουν στη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Η πρόταση όμως δεν έγινε δεκτή από τον Κεμάλ, επειδή θα δημιουργούσε δυσκολίες στα σχέδιά του να δημιουργήσει ένα εθνικά αμιγές κράτος και να ενισχύσει τον τουρκικό εθνικισμό. Αντιθέτως, η τουρκική αντιπροσωπεία επέμενε να φύγουν όλοι οι Έλληνες από την τουρκική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης.[7] Τελικά, μετά από πιέσεις των Βρετανών και λόγω του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της πρώην πρωτεύουσας, οι Τούρκοι δέχτηκαν να εξαιρεθούν της ανταλλαγής οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, ως εξισορρόπηση στην μουσουλμανική παρουσία στη Θράκη. Το Άρθρο 2 της σύμβασης διευκρίνιζε σχετικά ότι «Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918 εν τη περιφερεία της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912 [και] ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης πάντες οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου».
Η σύμβαση επίσης προέβλεπε τη συγκρότηση μιας μεικτής επιτροπής (Άρθρα 9 έως 17), η οποία θα επόπτευε και διευκόλυνε τη μετανάστευση, ρευστοποιώντας στη συνέχεια την κινητή και ακίνητη περιουσία των ανταλλασσόμενων ατόμων. Η μεικτή επιτροπή συγκλήθηκε για πρώτη φορά στις 8 Οκτωβρίου 1923, και οι δύο κυβερνήσεις συμφώνησαν να αρχίσει η ανταλλαγή την 1η Μαΐου 1924. Η επιτροπή είχε έτσι στη διάθεσή της επτά μήνες για να προετοιμάσει τη μετακίνηση των πληθυσμών, αν και αρκετές χιλιάδες άρχισαν να μετακινούνται πολύ πιο πριν, υπό την αιγίδα της μεικτής επιτροπής και την έγκριση των δύο κυβερνήσεων.[8] Υπό την καθοδήγηση της επιτροπής, από το 1923 έως το 1925 πάνω από 188.000 Έλληνες μετακινήθηκαν προς την Ελλάδα, και περισσότεροι από 355.000 μουσουλμάνοι προς την Τουρκία. Η ανισομέρεια αυτή επιχειρούσε να αποκαταστήσει κάπως τις μετακινήσεις της προηγούμενης δεκαετίας, κατά την οποία έφτασαν στην Ελλάδα πάνω από ένα εκατομμύριο Έλληνες από τη Θράκη και τη Μικρά Ασία, ενώ αντίστροφα μετακινήθηκαν 135.000 μουσουλμάνοι (κυρίως μεταξύ 1912 και 1914).[9] Υπό την έννοια αυτή, η Λωζάνη σηματοδότησε το τέλος της παρουσίας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, αλλά και το τέλος της μουσουλμανικής παρουσίας στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας, με εξαίρεση τη Θράκη και τα Δωδεκάνησα (που ενσωματώθηκαν το 1947 στον εθνικό κορμό).
[1] Συνολικά μετακινήθηκαν 48.500 μουσουλμάνοι από τη Βουλγαρία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και 46.700 Βούλγαροι αντίστροφα.
[4] Ο λόρδος Κέρζον (Curzon) επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, υποστηρίζοντας ότι «όλοι αυτοί που είχαν μελετήσει την υπόθεση από κοντά φαίνονταν να συμφωνούν ότι, όσο μεγάλες και αν ήταν οι θυσίες, θα ισοσκελίζονταν από το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ομοιογένειας του πληθυσμού των δύο χωρών και [υπό την έννοια αυτή] από την απομάκρυνση των παλιών και βαθιά ριζωμένων αιτιών διαμάχης». A. Aktar, «Το πρώτο έτος της ελληνοτουρκικής ανταλλαγής πληθυσμών» στο συλλογικό Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών, σελ. 24.
[5] Επιχειρώντας να εξηγήσει την τελική του συναίνεση, ο Βενιζέλος υποστήριξε ότι «Η εκδίωξη του πληθυσμού της Μικράς Ασίας δεν ήταν συνέπεια της συμφωνίας ανταλλαγής, αλλά αποτελούσε ήδη τετελεσμένο γεγονός. Με τη συμφωνία εξασφαλίσαμε απλώς τη συγκατάθεση των Τούρκων να φύγουν οι Τούρκοι μουσουλμάνοι από την Ελλάδα, προκειμένου να διευκολυνθεί η επανεγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων». Χ. Ψωμιάδης, Η τελευταία φάση του Ανατολικού Ζητήματος, σελ. 96.
[7] Αντίθετα, από την πρώτη στιγμή είχαν εξαιρέσει της ανταλλαγής τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Δυτικής Θράκης, ενδεχομένως προσβλέποντας στην ενσωμάτωση της περιοχής σε κάποιο επόμενο χρόνο. Λ. Διβάνη, Ελλάδα και Μειονότητες, σελ. 193.
[9] Το ίδιο περίπου διάστημα, πάνω από 100.000 Έλληνες από τη Βουλγαρία, τη Ρωσία, την Αλβανία και τα (υπό ιταλική κατοχή) Δωδεκάνησα επίσης εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. S. Ladas, The Exchange of Minorities: Bulgaria, Greece and Turkey, 1932, pp. 420-442.
2η Φωτογραφία: By Spiridon Ion Cepleanu (Own work) [CC BY-SA 3.0 (http://creativecommons.org/licenses/by-sa/3.0)], via Wikimedia Commons