Ο Αλέξης Τσίπρας σχεδίαζε, κατά δήλωσή του, τις εκλογές από τις 12 Ιουλίου. Και σχεδίαζε ότι θα ήταν ένας περίπατος. Δεν είχε λάβει όμως υπ’ όψιν του τον απρόβλεπτο παράγοντα Μεϊμαράκη και την αλλαγή τακτικής της ΝΔ με τις καθημερινές «επιθέσεις» φιλίας για κυβέρνηση «εθνικής Ελλάδος».
Έτσι λοιπόν ο περίπατος έχει μεταβληθεί σε απρόσμενη ανηφόρα για την οποία ο κ. Τσίπρας είναι εμφανές ότι δεν ήταν προετοιμασμένος. Και όχι μόνο αυτό. Όσο πλησιάζει η ώρα της κρίσης από το λαό δείχνει σημάδια πανικού που τον οδηγούν σε λάθος κινήσεις και λάθος δηλώσεις. Δηλώσεις που αποκαλύπτουν όμως το πραγματικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ.
Είπε λοιπόν ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του στην Καλαμάτα ότι «στις 20 Σεπτέμβρη τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ενώ είχε προηγηθεί μια σειρά διχαστικών αναφορών για τα δεινά που έχει φέρει στη χώρα η Δεξιά και την ευτυχία που έφερε στη χώρα η Αριστερά!!! Διχαστικές αναφορές με σκληρές εκφράσεις περί διαπλοκής, εθνικής υποτέλειας και συμφερόντων, που είχαμε να ακούσουμε από την εποχή της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Θέσεις και λόγια που όταν τα επισήμανε στον κ. Τσίπρα ο κ. Μεϊμαράκης στο debate της Δευτέρας, ο πρώην πρωθυπουργός επιχείρησε να τα διαψεύσει υποστηρίζοντας ότι δεν τα είπε ακριβώς έτσι και ότι λάθος έχει πληροφορηθεί ο πρόεδρος της ΝΔ. Δυστυχώς όμως τα Δελτία Τύπου του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ και τα προσωπικά τιτιβίσματα στο twitter του ίδιου του κ. Τσίπρα είναι στοιχεία αδιάψευστα ότι ο πρώην πρωθυπουργός όχι μόνο χρησιμοποίησε τις λέξεις που του απέδωσε ο κ. Μεϊμαράκης, αλλά τις εννοούσε. Γιατί αν δεν τις εννοούσε δεν θα τις αναπαρήγαγε.
Αυτό όμως είναι εκείνο που έχει ανάγκη η Ελλάδα;
Μια επανάληψη διχαστικών μηνυμάτων;
Την εμφυλιοπολεμική αντίληψη «αυτοί ή εμείς»;
Κι εν πάση περιπτώσει ποιοι είναι αυτοί και ποιοι είμαστε εμείς;
Έλληνες δεν είναι κι αυτοί;
Έλληνες δεν είμαστε κι εμείς;
Τι έχουμε να χωρίσουμε;
Για την ίδια Ελλάδα δεν αγωνιζόμαστε; Μπορεί να διαφωνούμε… Μπορεί να εκπροσωπούμε διαφορετικές ιδέες και αντιλήψεις αλλά κι εμείς κι αυτοί, και τα δικά μας παιδιά και τα δικά τους, στην ίδια πατρίδα θα ζήσουμε και στην ίδια πατρίδα θα μεγαλώσουν.
Συνεπώς; Μήπως αντί για το μισαλλόδοξο μήνυμα «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» ήλθε η ώρα οι πολιτικοί μας, εκείνοι που φιλοδοξούν να μας κυβερνήσουν να υιοθετήσουν ένα άλλο μοτίβο που να κινείται στη λογική της εθνικής συμφιλίωσης, στη λογική της κοινής προσπάθειας, στη λογική της συνένωσης δυνάμεων;
Μήπως όντως ήλθε η ώρα μιας κυβέρνησης που θα είναι η «εθνική Ελλάδος»;
Ο «παλιός» Βαγγέλης Μεϊμαράκης φαίνεται ότι το έχει συνειδητοποιήσει. Και το λέει και το διακηρύσσει συνεχώς.
Ο κ. Τσίπρας πρέπει να καταλάβει ότι η Ελλάδα για να πάει μπροστά δεν μπορεί να στηριχθεί στις δυνάμεις μιας κυβερνητικής μειοψηφίας που γίνεται πλειοψηφία χάρη στις παραδοξότητες του εκλογικού νόμου.
Η Ελλάδα για να μπορέσει να ξεφύγει από την κρίση πρέπει να περάσει από τη βάσανο της εφαρμογής του πιο δυσβάστακτου μνημονίου (γιατί είναι το τρίτο κατά σειρά και οι αντοχές της κοινωνίας έχουν εξαντληθεί), του μνημονίου Τσίπρα.
Το μνημόνιο Τσίπρα όμως δεν μπορεί να το εφαρμόσει μόνη της καμία κυβέρνηση. Χρειάζεται μια κυβέρνηση τα ποσοστά της οποίας αθροιζόμενα στη Βουλή θα συγκεντρώνουν ποσοστά πάνω από 51%. Και υπό τις παρούσες συνθήκες για να επιτευχθεί αυτό το άθροισμα θα πρέπει να υπάρξει συγκυβέρνηση τριών κομμάτων, ώστε αυτό το 51% να έχει αντίκρισμα και στην κοινωνία.
Έχει δίκιο λοιπόν ο κ. Μεϊμαράκης όταν λέει ότι αν η ΝΔ είναι πρώτο κόμμα θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας αλλά και ότι θα καλέσει όλα τα κόμματα που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ιδέα να συγκροτήσουν από κοινού μια εθνική διαπραγματευτική ομάδα όχι μόνο για το χρέος αλλά και για την διαρκή επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου Τσίπρα ώστε να απαλειφθούν μέτρα που δεν αντέχει η κοινωνία να τα εφαρμόσει…
Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει με τη συνεργασία «τελειωμένων», αλλά με τη συνεργασία υγειών, δημοκρατικών δυνάμεων του κοινοβουλίου.
Ο κ. Τσίπρας πρέπει να καταλάβει ότι πάνω από τον κομματικό σωλήνα από τον οποίο αναπαρήχθη, πέρα από το «εγώ» που συνεχώς προβάλλει, υπάρχει η πατρίδα, την οποία πρώτοι οφείλουν να υπηρετούν εκείνοι που μας κυβερνούν ή φιλοδοξούν να μας κυβερνήσουν.
Πρέπει επίσης να καταλάβει ότι το «νέο» δεν οικοδομείται με συνθήματα μισαλλοδοξίας, φανατισμό και διαχωριστικές γραμμές. Το νέο οικοδομείται με συστράτευση δυνάμεων και με εθνική συμφιλίωση. Πολιτικοί αντίπαλοι είμαστε, όχι εχθροί. Στις 21 Σεπτεμβρίου η Ελλάδα πρέπει να έχει κυβέρνηση. Πρέπει να έχει πολιτική σταθερότητα. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται με «τελειωμένους» ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά.
Το χειρότερο, βέβαια όλων είναι ότι ενώ όταν έθεσε το θέμα στο debate ο κ. Μεϊμαράκης δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία στον κ. Τσίπρα να επανορθώσει, αυτός κατέφυγε στο ψέμα υποστηρίζοντας ότι ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο ενώ τα γραπτά κείμενα και τα video τον διαψεύδουν. Η στάση αυτή, όμως, δεν φέρνει το «νέο που ευαγγελίζεται. Αντίθετα είναι απόλυτα παλαιοκομματικό…
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν πρέπει να καταλάβει ο κ. Τσίπρας, ότι στις 20 Σεπτέμβρη το μόνο που πρέπει να τελειώσει είναι οι τεχνητοί διαχωρισμοί που μόνο τις κομματικές βάσεις συσπειρώνουν, όχι όμως και το λαό. Και για να βγει η Ελλάδα από την κρίση δεν χρειάζεται επικίνδυνες διχαστικές παλαιοκομματικές νοοτροπίες αλλά σύμπνοια και συστράτευση δυνάμεων, την οποία μπορεί να εξασφαλίσει μόνο όποιος πραγματικά την πιστεύει. Και αυτό θα είναι πράγματι το νέο, το οποίο για να έλθει περνάει μέσα και από την τελευταία ψήφο στο τελευταίο χωριό της χώρας.
Το μέλλον της Ελλάδος είναι στα δικά μας χέρια.
Η επιλογή αλλά και η ευθύνη είναι δική μας.